κρατικομονοπωλιακός

κρατικομονοπωλιακός
-ή, -ό 1. αυτός που αναφέρεται στο κράτος και στα μονοπώλια ή σχετίζεται με το κράτος και τα μονοπώλια
2. φρ. (οικον.) «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός» — στάδιο καπιταλιστικής εξέλιξης που χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη τού κράτους σε σημαντική οικονομική δύναμη με τη συνεργασία τού μονοπωλιακού κεφαλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατικός + μονοπωλιακός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalism monopoliste d'etat].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”